ενδοδιαμόρφωση

ενδοδιαμόρφωση
η
παρασιτική παραμόρφωση τών σημάτων που δέχεται ένας δέκτης από μακρινή ή ασθενή εκπομπή, όταν συμβάλλει με ισχυρή τοπική εκπομπή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καλώδιο, ηλεκτρικό — Ομάδα αγωγών ηλεκτρικής ενέργειας, κατάλληλα συνδεμένων και μονωμένων μεταξύ τους με έναν κοινό μανδύα. Ο όρος ισχύει και στην περίπτωση ενός μόνο μονωμένου αγωγού. Τα η.κ. μπορούν να διακριθούν σε δύο μεγάλες ομάδες: σε καλώδια μεταφοράς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”